- περκνόπτερος
- (percnopterus). Είδος μικρού γύπα, της οικογένειας των Γυπιδών, που έχει λευκό πτέρωμα, με μελανά μερικά φτερά του. Το κεφάλι του είναι γυμνό και κίτρινο. Ο π. ζει στη Μεσόγειο, την Αφρική και σε τμήμα της Ασίας. Τρέφεται με πτώματα και απορρίματα κάθε είδους και σε μερικές χώρες είναι πολύ χρήσιμος γιατί καθαρίζει περιοχές που ζουν άνθρωποι. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι τον λάτρευαν ως ηλιακή θεότητα. Ονομάζεται και γύπας της Αιγύπτου ή όρνεο του Φαραώ.
* * *-η, -ο / περκνόπτερος, -ον, ΝΑτο αρσ. ως ουσ. ο περκνόπτερος, μικρός γύπας με λευκό πτίλωμα στο σώμα και μαύρες φτερούγες.[ΕΤΥΜΟΛ. < περκνός «μελανόστικτος» + -πτερος (< πτερόν)].
Dictionary of Greek. 2013.